- ακτινωτός
- και αχτινωτός και αχτιδωτός, -ή, -ό (Α ἀκτινωτός, -ή, -όν) [ἀκτίς]αυτός που έχει ακτίνες, ο ακτινοειδής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκτινωτός — decorated with rays masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακτινωτός — ή, ό αυτός που έχει ακτίνες, ο ακτινοειδής: Οι τροχοί ορισμένων οχημάτων είναι ακτινωτοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακτινωτός μυς — Μυς που βρίσκεται στην έξω επιφάνεια του ακτινωτού σώματος και αποτελείται από επιμήκεις και κυκλικές μυϊκές ίνες. Με τη σύσπαση του α.μ. (λέγεται και προσαρμοστήρας μυς του ματιού), χαλαρώνει η ακτινωτή ζώνη με αποτέλεσμα να κυρτώνεται ο… … Dictionary of Greek
ἀκτινωτόν — ἀκτινωτός decorated with rays masc acc sg ἀκτινωτός decorated with rays neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτινωτή — ἀκτινωτός decorated with rays fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
actinota — (Del gr. aktinotos, cordado.) ► sustantivo femenino MINERALOGÍA Mineral de color verde claro u oliva translúcido, perteneciente a la clase de los silicatos. SINÓNIMO [actinolita] * * * actinota (del gr. «aktinōtós», radiado) f. Anfíbol de color… … Enciclopedia Universal
ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… … Dictionary of Greek
ακτινοειδής — ές (Α ἀκτινοειδής) αυτός που έχει σχήμα ακτίνας, ο όμοιος με ακτίνα, ακτινωτός αρχ. λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτὶς ( ίνα) + εἰδὴς < εἶδος] … Dictionary of Greek
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek